κοντομάνικος

κοντομάνικος
-η, -ο
αυτός που έχει κοντά μανίκια: Θέλω ένα κοντομάνικο πουκάμισο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοντομάνικος — η, ο (για ρούχα) αυτός που έχει κοντά μανίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + μάνικος (< μανίκι), πρβλ. μακρυ μάνικος, μαυρο μάνικος] …   Dictionary of Greek

  • κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”